καταδικασμένος

καταδικασμένος
оcудениот

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… …   Dictionary of Greek

  • αποφασίζω — (Μ ἀποφασίζω) [απόφαση, ( ις)] Ι. 1. σχηματίζω τελική γνώμη για κάτι 2. (για δημόσιες αρχές) εκδίδω απόφαση 3. κρίνω κάποιον ή κάτι 4. πείθω 5. παραδέχομαι ως οριστικό γεγονός II. (μτχ. παθ. πρκμ.) αποφασισμένος, η, ο 1. αυτός που προτίθεται να… …   Dictionary of Greek

  • επιθανάτιος — ἐπιθανάτιος, α, ο (AM ἐπιθανάτιος, ον) [επιθάνατος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ετοιμοθάνατο (α. «επιθανάτιος ρόγχος» β. «επιθανάτια αγωνία») αρχ. μσν. επικήδειος, νεκρικός («μέλος ἐπιθανάτιον») μσν. φρ. «ἐπιθανάτιον γράμμα» η… …   Dictionary of Greek

  • ισοβίτης — ο [ισόβιος] ο καταδικασμένος σε ισόβια δεσμά, ο κατάδικος που εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών …   Dictionary of Greek

  • ισόβιος — α, ο (Α ἰσόβιος, ον) αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή). επίρρ... ισοβίως και ισόβια εφ όρου ζωής, καθ όλη τη διάρκεια τού βίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βιος… …   Dictionary of Greek

  • κατακρίνω — και κατακρένω (AM κατακρίνω, Α αρκαδ. τ. κακρίνω) 1. εκφράζω μομφή εναντίον κάποιου, αποδοκιμάζω κάποιον, επιτιμώ κάποιον για κάτι, κατηγορώ («ο κόσμος σέ κατακρίνει για τους κακούς τρόπους σου») 2. καταγγέλλω κάτι αξιόμεμπτο ή ελαττωματικό (α.… …   Dictionary of Greek

  • κατακρίσιμος — η, ο (Α κατακρίσιμος, ον) [κατακρίνω] νεοελλ. ο αξιοκατάκριτος, ο αξιόμεμπτος («κατακρίσιμη ενέργεια») αρχ. ο καταδικασμένος …   Dictionary of Greek

  • κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… …   Dictionary of Greek

  • κλοιός — Μεταλλικό στεφάνι, κυκλικός δεσμός (κυρίως γύρω από τον λαιμό ή τα χέρια)· ειδικό στεφάνι, σιδερένιο ή ξύλινο, που το χρησιμοποιούσαν ως όργανο βασανιστηρίων ήδη από την αρχαιότητα. Η απλούστερη μορφή του ήταν μια επίπεδη σανίδα με τρεις τρύπες,… …   Dictionary of Greek

  • μελλοθάνατος — η, ο (ΑM μελλοθάνατος, ον) αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα νεοελλ. άνθρωπος καταδικασμένος σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + θάνατος (πρβλ. ετοιμο θάνατος)] …   Dictionary of Greek

  • μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”